αρμινιανός

αρμινιανός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στον Αρμινιανισμό
2. οποίος ακολουθεί τα δόγματα του Αρμινιανισμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”